- εμβατός
- ἐμβατός, -όν και ἐμβατός, -ή, -όν (AM)αρχ.διαβατός, πορεύσιμοςμσν.το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐμβατήλεκάνη λουτρού, μπανιέρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμβατός — passable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατόν — ἐμβατός passable masc/fem acc sg ἐμβατός passable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατούς — ἐμβατός passable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατά — ἐμβατός passable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβατή — ἐμβατή, η (Μ) βλ. εμβατός … Dictionary of Greek
μπατίκι — το 1. ενοίκιο αγρού, χρήματα που δίνει κάποιος σε ιδιοκτήτη αγρού για να τόν καλλιεργεί για δικό του όφελος 2. στον πληθ. τα μπατίκια α) χρήματα που καταβάλλουν οι ιερείς στους επισκόπους για τον διορισμό τους σε ενορία β) μικρή οικογενειακή… … Dictionary of Greek
μπατικός — ή, ό, θηλ. και ιά 1. (για πέτρα ή τούβλο) αυτός που τοποθετείται έτσι ώστε να καλύπτει ολόκληρο το πάχος τού τοίχου 2. (για κτίσιμο) αυτός που γίνεται με τον παραπάνω τρόπο 3. (για τοίχο) αυτός που είναι κτισμένος με τον τρόπο αυτό 4. (το ουδ.… … Dictionary of Greek
ἐμβατοῦ — ἐμβατέω lead to pasture pres imperat mp 2nd sg (attic) ἐμβατέω lead to pasture imperf ind mp 2nd sg (attic) ἐμβατός passable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβατῶν — ἐμβάτης half boot of felt masc gen pl ἐμβατέω lead to pasture pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἐμβατός passable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)